15.032017

Ο Αρειος Πάγος αποφαίνεται υπέρ του δικαιώματος του εργοδότη να ανασύρει από εταιρικούς υπολογιστές αρχεία πρώην υπαλλήλων για λόγους δικαστικούς προστασίας και διασφάλισης της επιχειρηματικής του ελευθερίας

Με την με αρ. 1/2017 απόφασή της, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατόπιν παραπομπής από το Α2 πολιτικό τμήμα του, εξέτασε δύο ζητήματα: α) της εκτάσεως της συνταγματικής προστασίας της επικοινωνίας, αν δηλαδή η προστασία αυτή περιορίζεται στο χρόνο της καθ’ εαυτής διεξαγωγής της επικοινωνίας ή εκτείνεται και στο μεταγενέστερο στάδιο αυτής και β) αν η συνταγματική προστασία της επικοινωνίας έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που ένας εργαζόμενος, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικό υπολογιστή που του παρέχει ο εργοδότης του, δημιουργεί και χρησιμοποιεί, πέραν της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που έθεσε στη διάθεση του ο εργοδότης, προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση, λαμβάνοντας μέτρα που αποκλείουν την πρόσβαση σ’ αυτήν οιουδήποτε τρίτου, και δι’ αυτής αποστέλλει και δέχεται ηλεκτρονικά μηνύματα που δεν αφορούν την υπό στενή έννοια ιδιωτική του ζωή, αλλά αφορούν αθέμιτες και επιζήμιες για τα συμφέροντα της επιχείρησης στην οποία εργάζεται πράξεις.

Στην συγκεκριμένη υπόθεση η εργοδότρια εταιρεία αναζήτησε και επανέφερε (ανέσυρε) αρχεία από τον σκληρό δίσκο των εταιρικών υπολογιστών, που χρησιμοποιούσαν οι πρώην υπάλληλοι της εταιρείας μετά την άρνησή τους να παραδώσουν στην εργοδότρια εταιρεία τα σχετικά έγγραφα -είτε τυπωμένα είτε ως ηλεκτρονικά αρχεία- προκειμένου η τελευταία να συνεχίσει απρόσκοπτα την επιχειρηματική δράση της.  Το Δικαστήριο έγκρινε ότι επειδή τα επίμαχα αρχεία δεν υπεκλάπησαν κατά την διάρκεια επικοινωνίας και δεν αφαιρέθηκαν από προσωπικό ηλεκτρονικό αρχείο των παραιτηθέντων πρώην υπαλλήλων της εργοδότριας εταιρείας με διάρρηξη μυστικού κωδικού πρόσβασης, αυτά δεν καλύπτονταν από το απόρρητο των ανταποκρίσεων και δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του Συντάγματος.

Επιπλέον, τα ανασυρθέντα αρχεία, περιελάμβαναν όχι μόνον έγγραφα της εργοδότριας εταιρείας, αλλά και (προσωπικά) ηλεκτρονικά μηνύματα και επιστολές, τις οποίες είχαν απευθύνει προς τρίτους -πελάτες της εργοδότριας, ανταγωνιστές της, αλλά και αντιπροσωπευομένους από αυτήν- οι παραιτηθέντες πρώην υπάλληλοί της, προετοιμάζοντας την αποχώρησή τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αν και στενά συνδεδεμένη με την εμπορική και την εν γένει επιχειρηματική δραστηριότητα της εργοδότριας, η σχετική αλληλογραφία είναι “προσωπική” “ιδιωτική”, δηλαδή εμπίπτει στην έννοια της “ιδιωτικής ζωής”, διότι η εν λόγω αλληλογραφία απέβλεπε στην εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων των παραιτηθέντων υπαλλήλων (εις βάρος βέβαια των συμφερόντων της εργοδότριας) και επομένως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παρ.1 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ. Ως προς τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στα ως άνω αρχεία, που ανασύρθηκαν από τους εταιρικούς υπολογιστές τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι πρώην παραιτηθέντες υπάλληλοι, αν και αφορούσαν και την επιχειρηματική δράση της εργοδότριας εταιρείας και τις υποθέσεις της, το Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστούν προσωπικά δεδομένα των υπαλλήλων, διότι η ηλεκτρονική αυτή αλληλογραφία και ανταλλαγή των κρισίμων πληροφοριών εξυπηρετεί προεχόντως τα προσωπικά συμφέροντα και σχέδια των υπαλλήλων, και επομένως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9Α του Συντάγματος.

Ακολούθως το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα εξής πραγματικά περιστατικά: τα κρίσιμα αρχεία περιλάμβαναν έγγραφα και άλλα στοιχεία τα οποία οι πρώην υπάλληλοι της εργοδότριας συνέταξαν, απέστειλαν ή και παρέλαβαν στον χώρο εργασίας τους με χρήση εταιρικών υπολογιστών, δεν χρησιμοποιούσαν προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση, αλλά εταιρική, την οποία η εργοδότρια τους είχε παραχωρήσει για τις ανάγκες της εργασίας τους, δεν τέθηκε ζήτημα επιτήρησης ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρακολούθησης των παραιτηθέντων πρώην υπαλλήλων της εργοδότριας, κατά τη διάρκεια της εργασίας τους αλλά ελέγχθηκαν απλώς εκ των υστέρων οι εταιρικοί υπολογιστές μετά την αποχώρησή τους και την άρνησή τους να παραδώσουν τα αρχεία που χρησιμοποιούσαν στην εργοδότριά τους,τα κρίσιμα δεδομένα δεν ήταν “ευαίσθητα” κατά την έννοια του ν.2472/1997 (άρθρο 2 περ. β’) και η συλλογή και επεξεργασία τους από την εργοδότρια δεν απέβλεπε μόνο στην προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων της (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος) αλλά στην διασφάλιση της εμπορικής πίστης και, εν τέλει, στην προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποκάλυψη των κρίσιμων δεδομένων για την άσκηση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας της εργοδότριας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας της (άρθρα 5 και 106 παρ.2 Συντάγματος) είναι καθ’ όλα θεμιτή, η δε, κατά τα άρθρα 9 και 9Α του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επίκληση των πρώην υπαλλήλων της εργοδότριας των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι αθέμιτη, αφού η άσκησή τους προσβάλλει δικαιώματα της εργοδότριας που υπερέχουν προφανώς. Τέτοια δικαιώματα ήταν τα δικαιώματα της εργοδότριας, που απορρέουν από το άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος και γενικότερα η διασφάλιση της εμπορικής πίστης και του ελεύθερου ανταγωνισμού, που η αποτελεσματική υπεράσπισή τους ενώπιον δικαστηρίου (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος), επέβαλε την απόδειξη της αντισυμβατικής, αθέμιτης και επιζήμιας για την εργοδότρια συμπεριφοράς των πρώην υπαλλήλων της.  Έτσι κρίνοντας το Δικαστήριο κατέληξε ότι η ανάσυρση των κρισίμων αρχείων από τους εταιρικούς υπολογιστές που αυτοί χρησιμοποιούσαν και η χρήση τους ενώπιον δικαστηρίου ήταν νόμιμη.